- φωτώδης
- φωτώδης, ες,A = φωτοειδής, Hsch. s.v. χιονέα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φωτώδης — ῶδες, Α [φῶς, φωτός] φωτοειδής* … Dictionary of Greek
φωτώδη — φωτώδης neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φωτώδης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φωτώδης masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek